Λεωκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Λεωκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Λεωκράτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωκράτει — Λεωκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Λεωκράτεϊ , Λεωκράτης masc dat sg (epic ionic) Λεωκράτης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωκράτη — Λεωκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Λεωκράτης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωκράτην — Λεωκράτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεωκράτους — Λεωκράτης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεώκρατες — Λεωκράτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛЕОКРАТ — • Leocrates, Λεωκράτης, 1. один из афинских полководцев, в битве при Платеях (479 г. до Р. X.) покоривший остров Эгину (в 456 г.) Plut. Arist. 20. Thuc. 1, 105. 108; 2. знатный афинянин, который после битвы при Херонее,… … Реальный словарь классических древностей